Ο σχηματισμός λίθων στο ουροποιητικό σύστημα αποτελεί την τρίτη κατά σειρά συχνότητας πάθηση στον άνθρωπο μετά τις ουρολοιμώξεις και τις παθήσεις του προστάτη. Οι λίθοι του ουροποιητικού συστήματος εμφανίζονται σε άτομα κάθε ηλικίας και φύλου, σε κάθε φυλή και χώρα και είναι γνωστοί από τους αρχαίους χρόνους.


Οι άνδρες προσβάλλονται συχνότερα από τις γυναίκες σε αναλογία 2,5:1, με υψηλότερο ποσοστό εμφάνισης στην ηλικία των 30 ετών για τους άνδρες, ενώ στις γυναίκες η εμφάνιση λίθων είναι συχνότερη στις ηλικίες των 35 και 55 ετών. Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι η πιθανότητα σχηματισμού νέου λίθου ένα χρόνο μετά το αρχικό επεισόδιο νεφρολιθίασης φθάνει το 10%, ενώ μέσα σε 5-7 χρόνια το ποσοστό υποτροπής ανέρχεται στο 50%.

Σήμερα θεωρείται ότι για την εμφάνιση της λιθίασης ευθύνονται κληρονομικές και γενετικές ανωμαλίες. Πάντως, μελέτες έχουν δείξει ότι στο 25% των ασθενών με λιθίαση αναφέρεται ύπαρξη λιθίασης και σε άλλα μέλη της οικογένειας, κάτι που πιθανόν να οφείλεται στις ίδιες διατροφικές συνήθειες και τις συνθήκες διαβίωσης.

Η επίπτωση της λιθίασης παρουσιάζει γεωγραφική κατανομή, δηλαδή στις διάφορες γεωγραφικές ζώνες παρουσιάζονται διαφορετικά ποσοστά λιθίασης. Αυτό οφείλεται στη διαφορά των κλιματολογικών συνθηκών και την περιεκτικότητα του πόσιμου νερού σε ιχνοστοιχεία π.χ. ασβέστιο, μαγνήσιο.

Αυξημένη συχνότητα λιθίασης παρουσιάζουν επίσης τα άτομα που, λόγω του τρόπου εργασίας τους, έχουν περιορισμένη κινητικότητα, ενώ και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, δηλαδή η αυξημένη κατανάλωση ζωικού λευκώματος και λίπους, αύξησε το ποσοστό εμφάνισης της ουρολιθίασης. Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση, ότι η συχνότητα της λιθίασης αυξήθηκε σταθερά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, με εξαίρεση τις περιόδους του 1ου και 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, γεγονός που αποδόθηκε στην αλλαγή της διατροφής με τη μείωση των ζωικών λευκωμάτων στη διάρκεια των πολέμων.

Τέλος, η λήψη άφθονων υγρών είναι ακόμα ένας σημαντικός διαιτητικός παράγοντας για την πρόληψη της λιθίασης. Μικρή πρόσληψη ή μεγάλες απώλειες υγρών δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την εμφάνιση ουρολιθίασης.
 
 
Τι είδους συμπτωματολογία παρουσιάζουν οι ασθενείς με λιθίαση;
Η λιθίαση του ουροποιητικού εμφανίζεται κλινικά σαν οξύς πόνος, ο γνωστός μας κωλικός, δηλαδή πόνος στην οσφυϊκή χώρα με αντανάκλαση στο κάτω τεταρτημόριο της κοιλιάς. Ο ασθενής που πονά κινείται χαρακτηριστικά συνεχώς μη μπορώντας να βρει ανακούφιση σε καμία θέση. Όσο ο λίθος πλησιάζει προς την ουροδόχο κύστη, ο πόνος αλλάζει χαρακτηριστικά και επεκτείνεται στη περιοχή της κύστης, ενώ συνυπάρχει έντονη συχνουρία και τάση προς ούρηση. Καθώς μάλιστα η νεύρωση του στομάχου και του νεφρού είναι η ίδια, ο πόνος τις περισσότερες φορές συνοδεύεται από ναυτία και εμετούς.

Πως θα γίνει η διάγνωση της λιθίασης;
Για τη διάγνωση της λιθίασης η πρώτη εξέταση που ζητά κανείς είναι η απλή ακτινογραφία νεφρών, ουρητήρων και κύστης (ΝΟΚ), ενώ το υπερηχογράφημα είναι μια ταχεία, εύχρηστη και ακίνδυνη εξέταση που βοηθά στη διάγνωση της λιθίασης, γιατί μας δίνει συμπληρωματικές πληροφορίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις που υπάρχει διαγνωστικό πρόβλημα συνιστάται η διενέργεια ενδοφλέβιας ουρογραφίας( πυελογραφίας).

Ποιά είναι η θεραπεία σε περίπτωση λιθίασης;
Η θεραπεία της λιθίασης έχει διπλό σκοπό, αρχικά την αντιμετώπιση του πόνου και κατόπιν την απομάκρυνση του λίθου. Η καλύτερη και οριστική θεραπεία ενός επεισοδίου κωλικού είναι είτε η αποβολή του λίθου αυτόματα είτε η αφαίρεσή του.


Η απόφαση για το είδος της θεραπείας ενός λίθου εξαρτάται κυρίως από το μέγεθός του και, κατά δεύτερο λόγο, από την εντόπισή του. Σε ποσοστό 85% περίπου οι λίθοι διαμέτρου μικρότερης των 5 χιλ. αποβάλλονται συνήθως αυτόματα, ενώ οι πιθανότητες να περάσουν και να αποβληθούν αυτόματα αυξάνονται όσο πιο χαμηλά είναι οι λίθοι, δηλαδή όσο πιο κοντά προς την κύστη. Σε περίπτωση μη αυτόματης αποβολής του λίθου, το χρονικό όριο των 4 εβδομάδων θεωρείται ένας λογικός χρόνος αναμονής, αφού ο νεφρός δεν κινδυνεύει στο διάστημα αυτό, καθώς έχει βρεθεί ότι ανιχνεύσιμη βλάβη σε έναν προηγουμένως φυσιολογικό νεφρό εμφανίζεται μετά από 4 εβδομάδες πλήρους απόφραξης.

Πότε επεμβαίνει ο γιατρός στην απομάκρυνση του λίθου και πως;
Η αντιμετώπιση της λιθίασης συνίσταται στην απομάκρυνση του λίθου. Για το σκοπό αυτό στη σημερινή εποχή των ελάχιστα επεμβατικών θεραπειών, η χειρουργική αφαίρεση των λίθων με τομή έχει, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, περιοριστεί, αφού το οπλοστάσιο του ουρολόγου έχει εμπλουτιστεί με αποτελεσματικές και λιγότερο επεμβατικές μεθόδους. Τέτοιες μέθοδοι είναι η εξωσωματική λιθοτριψία, η ουρητηροσκοπική και η διαδερμική νεφρολιθοτριψία. Σημειώνεται, ότι η εξωσωματική λιθοτριψία και η διαδερμική νεφρολιθοτριψία έχουν αντένδειξη κατά την εγκυμοσύνη.

Εξωσωματική λιθοτριψία
Η εξωσωματική λιθοτριψία με κύματα κρούσης εμφανίστηκε το 1980 και έφερε αληθινή επανάσταση στην αντιμετώπιση της λιθίασης. Έχει καλύτερα αποτελέσματα στους λίθους του νεφρού και του αρχικού τμήματος του ουρητήρα, ενώ όλα σχεδόν τα είδη των λίθων αντιμετωπίζονται με τη μέθοδο αυτή.

Ουρητηροσκόπηση και ενδοσωματική (Ενδοσκοπική) λιθοτριψία
Η ουρητηροσκόπηση είναι μέθοδος κατά την οποία ένα μακρύ και λεπτό όργανο, το ουρητηροσκόπιο, προωθείται υπό άμεση όραση διαμέσου της ουρήθρας και της κύστης στον ουρητήρα μέχρι το σημείο που βρίσκεται ο λίθος. Μέσα από το όργανο αυτό εισάγονται οι λιθοτρίπτες που θρυμματίζουν το λίθο, αλλά και οι ειδικές λαβίδες που τον συλλαμβάνουν και τον αφαιρούν.

Διαδερμική νεφρολιθοτριψία
Η διαδερμική λιθοτριψία είναι μέθοδος με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά επιτυχίας. Έχει ένδειξη κυρίως για τους λίθους εκείνους που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με την εξωσωματική λιθοτριψία. Τέτοιες περιπτώσεις είναι λίθοι μεγαλύτεροι από 2.5 εκ., οι κοραλλιογενείς λίθοι, οι σκληροί λίθοι που είναι ιδιαίτερα ανθεκτικοί στην εξωσωματική λιθοτριψία, καθώς και λίθοι σε ασθενείς με δυσμορφία του σκελετού τους ή μεγάλη παχυσαρκία.


Συμπερασματικά, η ουρολιθίαση αποτελεί συχνή πάθηση του ουροποιητικού συστήματος. Η δυνατότητα όμως σήμερα εφαρμογής υψηλής τεχνολογίας έχει δώσει νέα διάσταση στην αντιμετώπιση της λιθίασης. Στα πλαίσια της χειρουργικής με όσο το δυνατόν μικρότερο τραύμα για τον ασθενή, επιδιώκεται η δίοδος στο ουροποιητικό σύστημα να γίνεται από τη φυσιολογική οδό, όπως είναι η ουρήθρα και οι ουρητήρες ή από οδό που δημιουργείται μετά παρακέντηση του οργάνου, όπως στην περίπτωση των νεφρών. Έτσι, με τη δημιουργία κατάλληλης εισόδου προς το ουροποιητικό σύστημα ανοίγει ο ορίζοντας για εκτέλεση σειράς επεμβάσεων στο νεφρό, τον ουρητήρα και την κύστη.