Ουρολοίμωξη είναι κάθε λοίμωξη που αφορά οποιοδήποτε τμήμα του ουροποιητικού συστήματος. Στον όρο συμπεριλαμβάνονται και οι λοιμώξεις του γεννητικού συστήματος (όρχεων, επιδιδυμίδας και προστάτη). Πρόκειται για μία από τις συχνότερες παθήσεις του ανθρώπου. Η κλινική εικόνα κυμαίνεται από ήπια έως βαριά.
 
 
Αίτια και προδιαθεσικοί παράγοντες
Οι υπεύθυνοι μικροοργανισμοί είναι κυρίως τα Gram(-) βακτήρια και ακολουθούν τα Gram(+), οι αναερόβιοι μικροοργανισμοί και τα άτυπα παθογόνα (χλαμύδια, ουρεάπλασμα, μυκόπλασμα). Ο συχνότερα υπεύθυνος μικροοργανισμός είναι το κολοβακτηρίδιο Escherichia Coli.


Προδιαθεσικοί παράγοντες ουρολοίμωξης θεωρούνται: το μικρό μήκος της γυναικείας ουρήθρας, η εμμηνόπαυση, η βλάβη της ακεραιότητας του βλεννογόνου της ουρήθρας και της κύστης, το μεγάλο υπόλειμμα ούρων εντός της κύστης μετά την ούρηση, η δυσσυνέργεια εξωστήρα-σφιγκτήρα, η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση, η απόφραξη (συγγενής ή επίκτητη, λειτουργική ή ανατομική) της αποχετευτικής οδού των ούρων, η παρουσία ξένων σωμάτων (πχ. λίθων ,ουροκαθετήρων), χρόνιες νόσοι (πχ. σακχαρώδης διαβήτης) και η κακή υγιεινή.

Ταξινόμηση
Μη ειδικές είναι οι ουρολοιμώξεις που η κλινική τους εικόνα είναι παρόμοια ανεξαρτήτως του υπεύθυνου αιτιολογικού παράγοντα. Ειδικές είναι οι ουρολοιμώξεις που η κλινική τους εικόνα έχει χαρακτηριστικά κλινικοπαθολογικά ευρήματα ανάλογα με τον υπεύθυνο μικροοργανισμό (μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης, μύκητες, παράσιτα). Οξείες είναι οι ουρολοιμώξεις με αιφνίδια έναρξη της συμπτωματολογίας τους. Χρόνιες είναι οι ουρολοιμώξεις με μακρά διάρκεια της συμπτωματολογίας τους. Επιπλεγμένη είναι η ουρολοίμωξη που αφορά ασθενή με ανατομική ή λειτουργική πάθηση του ουροποιητικού, που μειώνει την αποτελεσματικότητα της αγωγής, ή ασθενή με μειωμένη αντίσταση του ανοσοποιητικού συσυτήματος. Μη επιπλεγμένη είναι η ουρολοίμωξη που αφορά σε ασθενή με ανατομική και λειτουργική ακεραιότητα του ουροποιητικού συστήματος.


Πολλές ειδικές καταστάσεις απαιτούν εξειδικευμένη αντιμετώπιση, όπως η εγκυμοσύνη, η παιδική ηλικία, η τρίτη ηλικία και η ασυμπτωματική βακτηριουρία.

Παθογένεση
Η συνηθέστερη οδός μόλυνσης του ουροποιογεννητικού συστήματος είναι η ανιούσα. Στην περίπτωση αυτή οι μικροοργανισμοί εισέρχονται από την ουρήθρα προς τον προστάτη και την ουροδόχο κύστη. Αρκετά σπανιότερες είναι η αιματογενής οδός και η λεμφογενής, καθώς και η κατά συνέχεια ιστού μετάδοση της φλεγμονής.

Διάγνωση
Η διάγνωση στηρίζεται στο ιστορικό, την κλινική εικόνα και στην γενική εξέταση και καλλιέργεια των ούρων. Τα διάφορα stick ούρων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μία πρώτη εκτίμηση, μειονεκτούν όμως ως προς την διαγνωστική ακρίβεια. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στην συλλογή του δείγματος ούρων που θα σταλεί για καλλιέργεια προς αποφυγή επιμόλυνσής του. Ο ουρολόγος μπορεί να σας ενημερώσει σχετικά.

Θεραπεία
Η θεραπεία στηρίζεται στην χορήγηση του κατάλληλου αντιμικροβιακού παράγοντα που βασίζεται στο αποτέλεσμα της καλλιέργειας των ούρων και το αντιβιόγραμμα. Ιδανικό είναι να αποφεύγεται η έναρξη αγωγής χωρίς το αποτέλεσμα της καλλιέργειας και του αντιβιογράμματος. Βέβαια, η κλινική εικόνα αναγκάζει αρκετές φορές τον ουρολόγο να χορηγήσει εμπειρική αγωγή. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να δίνεται δείγμα για καλλιέργεια ούρων πριν αρχίσει η εμπειρική αγωγή. Είναι δυνατόν η εμπειρική αγωγή να τροποποιηθεί μετά την λήψη του αντιβιογράμματος. Η διάρκεια της αγωγής διαφέρει ανάλογα με την πάσχουσα περιοχή του ουροποιογεννητικού συστήματος. Για παράδειγμα, η προστατίτιδα στους άνδρες απαιτεί ένα πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θεραπείας από εκείνο μιας απλής κυστίτιδας στις γυναίκες. Μετά μερικές μέρες από την λήξη της θεραπείας συνιστάται επανάληψη της γενικής εξέτασης και της καλλιέργειας ούρων προς επιβεβαίωση της επιτυχούς εκρίζωσης του υπεύθυνου μικροβίου.