Λιθίαση ουροποιητικού συστήματος

Ο σχηματισμός λίθων στο ουροποιητικό σύστημα αποτελεί την τρίτη κατά σειρά συχνότητας πάθηση στον άνθρωπο μετά τις ουρολοιμώξεις και τις παθήσεις του προστάτη. Οι λίθοι του ουροποιητικού συστήματος εμφανίζονται σε άτομα κάθε ηλικίας και φύλου, σε κάθε φυλή και χώρα και είναι γνωστοί από τους αρχαίους χρόνους.


Οι άνδρες προσβάλλονται συχνότερα από τις γυναίκες σε αναλογία 2,5:1, με υψηλότερο ποσοστό εμφάνισης στην ηλικία των 30 ετών για τους άνδρες, ενώ στις γυναίκες η εμφάνιση λίθων είναι συχνότερη στις ηλικίες των 35 και 55 ετών. Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι η πιθανότητα σχηματισμού νέου λίθου ένα χρόνο μετά το αρχικό επεισόδιο νεφρολιθίασης φθάνει το 10%, ενώ μέσα σε 5-7 χρόνια το ποσοστό υποτροπής ανέρχεται στο 50%.

Σήμερα θεωρείται ότι για την εμφάνιση της λιθίασης ευθύνονται κληρονομικές και γενετικές ανωμαλίες. Πάντως, μελέτες έχουν δείξει ότι στο 25% των ασθενών με λιθίαση αναφέρεται ύπαρξη λιθίασης και σε άλλα μέλη της οικογένειας, κάτι που πιθανόν να οφείλεται στις ίδιες διατροφικές συνήθειες και τις συνθήκες διαβίωσης.

Η επίπτωση της λιθίασης παρουσιάζει γεωγραφική κατανομή, δηλαδή στις διάφορες γεωγραφικές ζώνες παρουσιάζονται διαφορετικά ποσοστά λιθίασης. Αυτό οφείλεται στη διαφορά των κλιματολογικών συνθηκών και την περιεκτικότητα του πόσιμου νερού σε ιχνοστοιχεία π.χ. ασβέστιο, μαγνήσιο.

Αυξημένη συχνότητα λιθίασης παρουσιάζουν επίσης τα άτομα που, λόγω του τρόπου εργασίας τους, έχουν περιορισμένη κινητικότητα, ενώ και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, δηλαδή η αυξημένη κατανάλωση ζωικού λευκώματος και λίπους, αύξησε το ποσοστό εμφάνισης της ουρολιθίασης. Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση, ότι η συχνότητα της λιθίασης αυξήθηκε σταθερά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, με εξαίρεση τις περιόδους του 1ου και 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, γεγονός που αποδόθηκε στην αλλαγή της διατροφής με τη μείωση των ζωικών λευκωμάτων στη διάρκεια των πολέμων.

Τέλος, η λήψη άφθονων υγρών είναι ακόμα ένας σημαντικός διαιτητικός παράγοντας για την πρόληψη της λιθίασης. Μικρή πρόσληψη ή μεγάλες απώλειες υγρών δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την εμφάνιση ουρολιθίασης.
 
 
Τι είδους συμπτωματολογία παρουσιάζουν οι ασθενείς με λιθίαση;
Η λιθίαση του ουροποιητικού εμφανίζεται κλινικά σαν οξύς πόνος, ο γνωστός μας κωλικός, δηλαδή πόνος στην οσφυϊκή χώρα με αντανάκλαση στο κάτω τεταρτημόριο της κοιλιάς. Ο ασθενής που πονά κινείται χαρακτηριστικά συνεχώς μη μπορώντας να βρει ανακούφιση σε καμία θέση. Όσο ο λίθος πλησιάζει προς την ουροδόχο κύστη, ο πόνος αλλάζει χαρακτηριστικά και επεκτείνεται στη περιοχή της κύστης, ενώ συνυπάρχει έντονη συχνουρία και τάση προς ούρηση. Καθώς μάλιστα η νεύρωση του στομάχου και του νεφρού είναι η ίδια, ο πόνος τις περισσότερες φορές συνοδεύεται από ναυτία και εμετούς.

Πως θα γίνει η διάγνωση της λιθίασης;
Για τη διάγνωση της λιθίασης η πρώτη εξέταση που ζητά κανείς είναι η απλή ακτινογραφία νεφρών, ουρητήρων και κύστης (ΝΟΚ), ενώ το υπερηχογράφημα είναι μια ταχεία, εύχρηστη και ακίνδυνη εξέταση που βοηθά στη διάγνωση της λιθίασης, γιατί μας δίνει συμπληρωματικές πληροφορίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις που υπάρχει διαγνωστικό πρόβλημα συνιστάται η διενέργεια ενδοφλέβιας ουρογραφίας( πυελογραφίας).

Ποιά είναι η θεραπεία σε περίπτωση λιθίασης;
Η θεραπεία της λιθίασης έχει διπλό σκοπό, αρχικά την αντιμετώπιση του πόνου και κατόπιν την απομάκρυνση του λίθου. Η καλύτερη και οριστική θεραπεία ενός επεισοδίου κωλικού είναι είτε η αποβολή του λίθου αυτόματα είτε η αφαίρεσή του.


Η απόφαση για το είδος της θεραπείας ενός λίθου εξαρτάται κυρίως από το μέγεθός του και, κατά δεύτερο λόγο, από την εντόπισή του. Σε ποσοστό 85% περίπου οι λίθοι διαμέτρου μικρότερης των 5 χιλ. αποβάλλονται συνήθως αυτόματα, ενώ οι πιθανότητες να περάσουν και να αποβληθούν αυτόματα αυξάνονται όσο πιο χαμηλά είναι οι λίθοι, δηλαδή όσο πιο κοντά προς την κύστη. Σε περίπτωση μη αυτόματης αποβολής του λίθου, το χρονικό όριο των 4 εβδομάδων θεωρείται ένας λογικός χρόνος αναμονής, αφού ο νεφρός δεν κινδυνεύει στο διάστημα αυτό, καθώς έχει βρεθεί ότι ανιχνεύσιμη βλάβη σε έναν προηγουμένως φυσιολογικό νεφρό εμφανίζεται μετά από 4 εβδομάδες πλήρους απόφραξης.

Πότε επεμβαίνει ο γιατρός στην απομάκρυνση του λίθου και πως;
Η αντιμετώπιση της λιθίασης συνίσταται στην απομάκρυνση του λίθου. Για το σκοπό αυτό στη σημερινή εποχή των ελάχιστα επεμβατικών θεραπειών, η χειρουργική αφαίρεση των λίθων με τομή έχει, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, περιοριστεί, αφού το οπλοστάσιο του ουρολόγου έχει εμπλουτιστεί με αποτελεσματικές και λιγότερο επεμβατικές μεθόδους. Τέτοιες μέθοδοι είναι η εξωσωματική λιθοτριψία, η ουρητηροσκοπική και η διαδερμική νεφρολιθοτριψία. Σημειώνεται, ότι η εξωσωματική λιθοτριψία και η διαδερμική νεφρολιθοτριψία έχουν αντένδειξη κατά την εγκυμοσύνη.

Εξωσωματική λιθοτριψία
Η εξωσωματική λιθοτριψία με κύματα κρούσης εμφανίστηκε το 1980 και έφερε αληθινή επανάσταση στην αντιμετώπιση της λιθίασης. Έχει καλύτερα αποτελέσματα στους λίθους του νεφρού και του αρχικού τμήματος του ουρητήρα, ενώ όλα σχεδόν τα είδη των λίθων αντιμετωπίζονται με τη μέθοδο αυτή.

Ουρητηροσκόπηση και ενδοσωματική (Ενδοσκοπική) λιθοτριψία
Η ουρητηροσκόπηση είναι μέθοδος κατά την οποία ένα μακρύ και λεπτό όργανο, το ουρητηροσκόπιο, προωθείται υπό άμεση όραση διαμέσου της ουρήθρας και της κύστης στον ουρητήρα μέχρι το σημείο που βρίσκεται ο λίθος. Μέσα από το όργανο αυτό εισάγονται οι λιθοτρίπτες που θρυμματίζουν το λίθο, αλλά και οι ειδικές λαβίδες που τον συλλαμβάνουν και τον αφαιρούν.

Διαδερμική νεφρολιθοτριψία
Η διαδερμική λιθοτριψία είναι μέθοδος με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά επιτυχίας. Έχει ένδειξη κυρίως για τους λίθους εκείνους που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με την εξωσωματική λιθοτριψία. Τέτοιες περιπτώσεις είναι λίθοι μεγαλύτεροι από 2.5 εκ., οι κοραλλιογενείς λίθοι, οι σκληροί λίθοι που είναι ιδιαίτερα ανθεκτικοί στην εξωσωματική λιθοτριψία, καθώς και λίθοι σε ασθενείς με δυσμορφία του σκελετού τους ή μεγάλη παχυσαρκία.
Συμπερασματικά, η ουρολιθίαση αποτελεί συχνή πάθηση του ουροποιητικού συστήματος. Η δυνατότητα όμως σήμερα εφαρμογής υψηλής τεχνολογίας έχει δώσει νέα διάσταση στην αντιμετώπιση της λιθίασης. Στα πλαίσια της χειρουργικής με όσο το δυνατόν μικρότερο τραύμα για τον ασθενή, επιδιώκεται η δίοδος στο ουροποιητικό σύστημα να γίνεται από τη φυσιολογική οδό, όπως είναι η ουρήθρα και οι ουρητήρες ή από οδό που δημιουργείται μετά παρακέντηση του οργάνου, όπως στην περίπτωση των νεφρών. Έτσι, με τη δημιουργία κατάλληλης εισόδου προς το ουροποιητικό σύστημα ανοίγει ο ορίζοντας για εκτέλεση σειράς επεμβάσεων στο νεφρό, τον ουρητήρα και την κύστη.

Κρουστικά κύματα

Θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας χωρίς φάρμακα

Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα, τουλάχιστον 300.000 άνδρες αντιμετωπίζουν μόνιμα ή παροδικά προβλήματα στύσης. Ενώ περισσότεροι από 200.000.000 άνδρες στον κόσμο πάσχουν από στυτική δυσλειτουργία και στο μέλλον ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί δραματικά. Ως στυτική δυσλειτουργία ορίζεται η μόνιμη ή παροδική ανικανότητα για επίτευξη ή/και διατήρηση πεικής στύσης ικανής για την εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης. Η στυτική δυσλειτουργία επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής πολλών ανδρών και κατ επέκταση την ζωή πολλών ζευγαριών. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η σεξουαλική υγεία αποτελεί δικαίωμα του κάθε ατόμου.

Η άγνοια, οι προκαταλήψεις και ο φόβος που συνοδεύουν τη στυτική δυσλειτουργία, καθιστούν δύσκολη την αντιμετώπιση της, μια και μόνο το 5% των ανδρών που αντιμετωπίζει στυτικά προβλήματα απευθύνεται σε ειδικούς, ενώ είναι δυνατό να υπάρξει θεραπεία για το 95% των περιπτώσεων. Επιπλέον, μετά από μελέτες διαπιστώθηκε ότι ο μέσος χρόνος που μεσολαβεί από την έναρξη του προβλήματος έως την πρώτη επίσκεψη στον Ανδρολόγο είναι περίπου τα δύο χρόνια, δυο ολόκληρα «χαμένα» χρόνι.


«Ο άνθρωπος επιζεί σε σεισμούς, υπομένει τα δεινά της αρρώστιας και όλα τα βασανιστήρια της ψυχής. Αλλά το πιο βασανιστικό δράμα όλων των εποχών είναι, και θα είναι, το δράμα της κρεβατοκάμαρας.»
 Λέων Τολστόι

Το 52% των ανδρών μεταξύ 40-70 ετών εμφανίζουν κάποια μορφή στυτικής δυσλειτουργίας. Η συχνότητα της διαταραχής αυξάνει με την ηλικία, λόγω της αύξησης της συχνότητας διαφόρων συνοδών παθήσεων.


ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΠΕΟΥΣ – ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΣΤΥΣΗΣ

Το πέος αποτελείται από δυο «κυλίνδρους» από ειδικό ιστό (στυτικό ιστό), τα οποία ονομάζονται σηραγγώδη σώματα και ένα σώμα ακόμη που περιβάλει την ουρήθρα και λέγεται σπογγιώδες σώμα.

Στην διάρκεια της στύσης, τα σηραγγώδη σώματα γεμίζουν με αίμα, διογκώνονται και σκληραίνουν.  Ενώ, στον άνδρα με στυτική δυσλειτουργία τα σηραγγώδη σώματα δεν πληρούνται πλήρως από αίμα με αποτέλεσμα είτε να είναι τελείως χαλαρά ή να εμφανίζουν διάφορες διαβαθμίσεις σκληρότητας. Τα αγγειακά προβλήματα να αποτελούν το 70% των περιπτώσεων οργανικής στυτικής δυσλειτουργίας και συνίσταται είτε σε μείωση της φυσιολογικής ροής αίματος ( ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ) είτε σε αδυναμία εγκλωβισμού του αίματος μέσα στα σηραγγώδη σώματα (ΦΛΕΒΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ), λόγω βλαβών στο αγγειακό δίκτυο του πέους.

σύγχρονος Χειρουργός Ανδρολόγος-Ουρολόγος διαθέτει αρκετά όπλα στην φαρέτρα του για την επιτυχημένη αντιμετώπιση του προβλήματος της στυτικής δυσλειτουργίας. Οι θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας αγγειακής αιτιολογίας είναι είτε φαρμακευτική αγωγή είτε χειρουργική τοποθέτηση πεϊκής πρόθεσης. Τώρα έρχεται μία, πολλά υποσχόμενη, μέθοδος αποκατάστασης της στύσης, τα κρουστικά κύματα


ΚΡΟΥΣΤΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ – ΤΙ ΕΙΝΑΙ

Πρόκειται για μια επαναστατική και πρωτοποριακή μέθοδο αντιμετώπισης της στυτικής δυσλειτουργίας αγγειακής αιτιολογίας. Τα κρουστικά κύματα προκαλούν νεοαγειογένεση στο πέος. Δηλαδή δημιουργούνται νέα αγγεία στο πέος τα οποία αντικαθιστούν τα καταστραμμένα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της αιματικής ροής στο πέος. Βασίζεται σε αντίστοιχη θεραπεία που χρησιμοποιείται από το 2005 για τη θεραπεία της ισχαιμίας του μυοκαρδίου της καρδιάς.


ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η θεραπεία γίνεται με εφαρμογή κρουστικών κυμάτων στο πέος, μέσω της συσκευής παραγωγής κρουστικών κυμάτων. Η συσκευή εκπέμπει τοπικά χαμηλής έντασης κρουστικά κύματα. Τα κρουστικά κύματα είναι ηλεκτροϋδραυλικά κύματα. Τα κύματα μεταφέρονται στο πέος και επικεντρώνονται στη περιοχή των σηραγγωδών σωμάτων. Απαιτείται συγκεκριμένος αριθμός κρουστικών κυμάτων για την ολοκλήρωση της θεραπείας. Η θεραπεία έχει ένδειξη αποκλειστικά και μόνο σε ασθενείς που το πρόβλημα της στύσης έχει αγγειακή αιτιολογία. Αν η στυτική δυσλειτουργία είναι άλλης αιτιολογίας ΔΕΝ μπορεί να προσφέρει απολύτως τίποτα. Για τον λόγο αυτό πριν την έναρξη της θεραπείας απαιτείται ένα υπερηχογράφημα – triplex πέους και συχνά ένα συγκριτικό στο τέλος της θεραπείας.


ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

Η θεραπεία διαρκεί 9 εβδομάδες και το τελικό αποτέλεσμα εκτιμάται την 13η εβδομάδα. Πραγματοποιείται σε 12 συνεδρίες οι οποίες γίνονται 2 φορές την εβδομάδα. Συγκεκριμένα, οι θεραπευτικές συνεδρίες εφαρμόζονται 2 φορές την εβδομάδα για 3 συνεχόμενες εβδομάδες. Διακόπτονται για 3 εβδομάδες. Και επαναλαμβάνονται για ακόμη 3 εβδομάδες. Η διάρκεια της κάθε συνεδρίας είναι περίπου 30 λεπτά.

Η θεραπεία εστιάζεται σε συγκεκριμένα σημεία του πέους.


ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ

  • δεν χρειάζεται αναισθησία
  • δεν είναι επεμβατική μέθοδος
  • η μέθοδος είναι εντελώς ανώδυνη
  • έως σήμερα δεν έχουν εμφανιστεί παρενέργειες
  • εφαρμόζεται και σε καρδιοπαθείς και σακχαροδιαβητικούς


ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

Μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η θεραπεία αποκαθιστά τη στυτική δυσλειτουργία μικρού και μέτριου βαθμού. Βελτιώνεται τόσο η διάρκεια όσο και η σκληρότητα της στύσης. Επιπλέον, στις περιπτώσεις σοβαρού βαθμού αγγειακής στυτικής δυσλειτουργίας όπου δεν υπήρχε ανταπόκριση στην φαρμακευτική θεραπεία, τα κρουστικά κύματα είτε βελτιώνουν τη στύση είτε βελτιώνουν την ανταπόκριση στα φάρμακα.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης που δημοσιεύτηκε στο πλέον έγκριτο διεθνές Ουρολογικό περιοδικό, το European Urology (Vardi Y, et al. European Urology, 58, 243-248, 2010), στους ασθενείς που υποβλήθηκαν στη θεραπεία παρατηρήθηκε :

  • αύξηση της αιματικής ροής στο πέος κατά 140%
  • βελτίωση στο ειδικό ερωτηματολόγιο της στυτικής λειτουργίας (IIEF ED domain) κατά 55%.
  • το 80% των ασθενών που συμμετείχαν στη μελέτη διέκοψαν τη λήψη φαρμάκων για τη στύση μετά τη θεραπεία, αφού το πρόβλημα αποκαταστάθηκε.


Φαίνεται λοιπόν πως η εφαρμογή των κρουστικών κυμάτων έχει γρήγορα θεραπευτικά αποτελέσματα που διαρκούν. Ακόμα κι αν το πρόβλημα επανέρθει, η θεραπεία μπορεί να επαναληφθεί χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος των παρενεργειών.

Καρκίνος του πέους

Ανευρίσκεται σε ποσοστό 0,4% έως 0,6% του ανδρικού πληθυσμού σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες. Το ποσοστό αυξάνεται σε ορισμένους πληθυσμούς ανδρών σε Ασία, Αφρική και Νότιο Αμερική. Η εμφάνισή του εντοπίζεται σε άνδρες που διανύουν την έκτη δεκαετία της ζωής τους με μέσο όρο τα 58 έτη. Σπάνια έχει αναφερθεί καρκίνος του πέους σε νεαρότερες ηλικίες.
 
 
Αιτιολογία
Σύμφωνα με μελέτες, κυριότερος παράγοντας κινδύνου αποτελεί η πλημμελής τοπική υγιεινή. Η συσσώρευση σμήγματος, ιδιαίτερα όταν συνυπάρχει φίμωση, έχει ως αποτέλεσμα χρόνια φλεγμονή που οδηγεί σε καρκίνο. Εμφανίζεται σπάνια σε λαούς που για θρησκευτικούς λόγους κάνουν περιτομή σε βρεφική ηλικία. Αιτιολογική σχέση φαίνεται να έχει τόσο η λοίμωξη από τον ανθρώπινο θηλωματώδη ιό όσο και από την συχνή αλλαγή ερωτικών συντρόφων.
 
 
Κλινική εικόνα
Αρχίζει συνήθως ως ένα μικρό ανώδυνο οζίδιο που εντοπίζεται συχνότερα στη βάλανο ή την ακροποσθία. Ακόμη μπορεί να εμφανιστεί σαν ανώδυνη εξέλκωση που αυξάνει σε μέγεθος. Όταν υπάρχει φίμωση, η οποία καλύπτει τη βλάβη, μπορεί να οδηγηθούμε σε καθυστέρηση της διάγνωσης. Κάθε περιοχή της βαλάνου με αλλοιωμένο χρώμα ή σκληρία, κάθε μικρό έλκος και κάθε υποτροπιάζουσα φλεγμονή με συνυπάρχουσα φίμωση θα πρέπει να θέτουν την υποψία αρχόμενου καρκινώματος του πέους. Σε πολύ προχωρημένα στάδια της νόσου εμφανίζονται δύσοσμο έκκριμα, καταστροφή της αρχιτεκτονικής του ιστού του πέους, εξελκώσεις και αιμορραγίες.
 
 
Διάγνωση
Η πρωτοπαθής βλάβη πρέπει να εκτιμηθεί αναφορικά με το μέγεθος, την εντόπιση και την διήθηση των ιστών.
Η ψηλάφηση των λεμφαδένων πρέπει να είναι προσεκτική γιατί περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς προσέρχονται με διογκωμένους λεμφαδένες. Ακόμα το καρκίνωμα του πέους πρέπει να διαφοροδιαγνωστεί από προκαρκινωματώδεις αλλοιώσεις, όπως είναι η λευκοπλακία, η σκληρωτική βαλανίτιδα και τα κονδυλώματα, καθώς και από άλλες φλεγμονώδεις καταστάσεις, όπως το συφιλιδικό έλκος και το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα. Ορολογικές εξετάσεις, καλλιέργειες και, τελικά, η βιοψία θα ξεχωρίσουν τη βλάβη από τον καρκίνο.
 
 
Θεραπεία
Σε απουσία λεμφαδενικής διήθησης οι επιφανειακοί όγκοι αντιμετωπίζονται συντηρητικά με εφαρμογή κρέμας φλουοουρακίλης, με Laser, με κρυοθεραπεία ή με τοπική εκτομή ώστε να διασωθεί το πέος, ενώ σε διηθητικές βλάβες συνιστάται η πλήρης εξαίρεση του όγκου σε υγιή ιστό εκτός από την περίπτωση άρνησης του ασθενούς οπότε ακολουθεί ακτινοθεραπεία. Σε παρουσία λεμφαδενικής διήθησης, αφού αντιμετωπιστεί η πρωτοπαθής βλάβη, οι ασθενείς με όγκους χαμηλού κινδύνου που δεν έχουν αρχικά ψηλαφητούς λεμφαδένες ή έχουν και υποχωρούν με την αντιβιοτική αγωγή χρειάζονται μόνο προσεκτική παρακολούθηση, επειδή η πιθανότητα μικρο-μεταστάσεων είναι < 16%. Σε ασθενείς με όγκο ενδιάμεσου κινδύνου μπορεί να επιχειρηθεί περιορισμένη δειγματοληψία λεμφαδένων, ενώ σε εκείνους υψηλού κινδύνου περιορισμένη λεμφαδενεκτομή. Αν η λεμφαδενοπάθεια επιμείνει, τότε ακολουθεί αμφοτερόπλευρη λεμφαδενεκτομή. Ασθενείς με μη εξαιρέσιμη νόσο ή με μεγάλες μάζες βουβωνικών λεμφαδένων μπορεί να υποβληθούν σε χημειοθεραπεία.
 
 
Πρόγνωση
Η επιβίωση στον καρκίνο του πέους σχετίζεται με την παρουσία ή απουσία των λεμφαδενικών μεταστάσεων. Η 5ετής επιβίωση για ασθενείς με αρνητικούς λεμφαδένες κυμαίνεται από 65%-90%. Για ασθενείς με θετικούς βουβωνικούς λεμφαδένες το ποσοστό ελαττώνεται στο 30%-50% και για ασθενείς με λαγόνιους λεμφαδένες το ποσοστό κατέρχεται κάτω από το 20%. Ο χρόνος πραγματοποίησης του λεμφαδενικού καθαρισμού έχει προγνωστική σημασία και η καθυστέρηση στην εκτέλεση μειώνει το ποσοστό της 5ετούς επιβίωσης.

Καρκίνος του όρχεως

Ο καρκίνος του όρχεως αν και σχετικά σπάνιος καρκίνος (2% των καρκίνων στον άνδρα), είναι ο συχνότερα εμφανιζόμενος καρκίνος στα αγόρια και τους νέους άνδρες ηλικίας 20-40 ετών, αποτελώντας την 3η κατά σειρά αιτία θανάτου σε αυτές τις ηλικίες. Σήμερα, θεωρείται η πλέον θεραπεύσιμη μορφή καρκίνου του ουροποιητικού συστήματος και τα ποσοστά επιβίωσης στα πρώιμα στάδια αγγίζει το 100%.
 
 
Επιδημιολογία
Στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο η πιθανότητα νόσησης είναι 1:500 άντρες με αυξανόμενη τάση τα τελευταία χρόνια. Στο 78% των περιπτώσεων ο καρκίνος των όρχεων εμφανίζεται μεταξύ 20-40 ετών, στο 20% σε άνδρες > 40 ετών, ενώ στο 2% σε αγόρια <15 ετών. Οι λευκοί άντρες προσβάλλονται 4 φορές περισσότερο από τους έγχρωμους. Συχνότερα εντοπίζεται στο δεξιό όρχι (όπως και η κρυψορχία), για άγνωστους μέχρι τώρα λόγους.
 
 
Αιτιοπαθογένεια – παράγοντες κινδύνου
Τα τελευταία χρόνια έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για την αιτιοπαθογένεια της νόσου, ωστόσο παραμένει ουσιαστικά άγνωστη. Κατά καιρούς έχουν ενοχοποιηθεί διάφοροι παράγοντες συγγενείς ή επίκτητοι, όπως κακώσεις και τραύματα, επανειλημμένες λοιμώξεις, η χορήγηση οιστρογόνων ή αντιανδρογόνων στη μητέρα κατά τη διάρκεια της κύησης, η συνεχής έκθεση σε διάφορες ουσίες (όπως οι φαινόλες, τα λιπάσματα, η άσβεστος, ο καπνός), η βουβωνοκήλη και η μικρολιθίαση του όρχεως.
Η μόνη αποδεδειγμένη σχέση είναι αυτή μεταξύ κρυψορχίας και ανάπτυξης καρκίνου του όρχεως (3 – 15 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου στην κρυψορχία). Κληρονομική προδιάθεση ανευρίσκεται μόνο στο 2% των ασθενών και σχετίζεται με μετάλλαξη στο χρωμόσωμα Χ. Επίσης, σε ασθενείς με ιστορικό καρκίνου στον ένα όρχι εμφανίζουν πιθανότητα 2% για δεύτερο πρωτοπαθή όγκο και στον αντίπλευρο όρχι.
 
 
Διάγνωση
Ανώδυνη διόγκωση είναι η συνήθης ( ένας στους δύο ασθενείς ) κλινική εκδήλωση, την οποία ο ασθενής διαπιστώνει συνήθως μόνος του ή ανακαλύπτεται από την ερωτική του σύντροφο. Σπανιότερα (30%) συνυπάρχει αίσθημα βάρους ή πόνος στο όσχεο. Μπορεί να συνυπάρχει αντιδραστική υδροκήλη ή φλεγμονή που δυσχεραίνει την διάγνωση. Αξίζει να σημειώσουμε πως στο 30% των πασχόντων, προεξάρχοντα είναι τα συμπτώματα από μεταστάσεις από την πρώτη εξέταση, όπως πόνος στην οσφύ από τη διόγκωση οπισθοπεριτοναικών λεμφαδένων, βήχας και δύσπνοια από πνευμονικές μεταστάσεις, διόγκωση στο επιγάστριο (το συχνότερο σύμπτωμα σε όγκους της παιδικής ηλικίας), από διογκωμένους κοιλιακούς λεμφαδένες, πόνος στην αυχενική χώρα (από υπερκλείδιους λεμφαδένες), ναυτία, έμετος και αδυναμία. Στο 5% εμφανίζεται με γυναικομαστία.


Κλινικά ο όρχις βρίσκεται σκληρός, διογκωμένος και ανώδυνος, ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία του οσχέου (επιδιδυμίδα και σπερματικός τόνος) είναι φυσιολογικά.
 
 
Ταξινόμηση των ορχικών όγκων
Τα νεοπλάσματα των όρχεων διακρίνονται:
Α. Στους πρωτοπαθείς όγκους από γεννητικά κύτταρα ( 95% ) με δυο κύριες κατηγορίες:
1) τα σεμινώματα (35% των όγκων) και
2) τους μη σεμινωματικούς όγκους (65%) με συνηθέστερα είδη το εμβρυικό καρκίνωμα (20%),
    το τεράτωμα (5%) και τους μεικτούς όγκους (40%).
Β. Στους όγκους από μη γεννητικά κύτταρα ( 5% ).
 
 
Διάγνωση – Εργαστηριακός – Απεικονιστικός έλεγχος
Στη διάγνωση σημαντικός είναι ο ρόλος των εργαστηριακών εξετάσεων στις οποίες συμπεριλαμβάνονται:
•    Βιοχημικές εξετάσεις με καρκινικούς δείκτες (β-χοριακή γοναδοτροπίνη, α-φετοπρωτεΐνη, LDH), οι οποίες είναι χαρακτηριστικά υψηλές σε ορισμένους τύπους καρκίνου. Πρέπει να σημειωθεί, ότι η ύπαρξη φυσιολογικών επιπέδων καρκινικών δεικτών δεν αποκλείει την διάγνωση.
•    Ακτινογραφία θώρακος: η πρώτη εξέταση για πνευμονικές μεταστάσεις.
•    Υπερηχογράφημα οσχέου: οι όγκοι των όρχεων έχουν χαρακτηριστική εικόνα.
•    Ενδοφλέβια ουρογραφία: Δίνει πληροφορίες για τυχόν διόγκωση οπισθοπεριτοναικών λεμφαδένων.
•    Αξονική τομογραφία: εξέταση εκλογής για τον εντοπισμό μεταστάσεων.
•    Σπινθηρογράφημα οστών και αξονική τομογραφία εγκεφάλου: όταν υπάρχουν ανάλογα συμπτώματα.
Η τελική διάγνωση τίθεται μετά την εκτομή του όρχεως και την ιστολογική του εξέταση.
 

Διαφορική διάγνωση
Γίνεται από όλες τις παθήσεις που προκαλούν διόγκωση του οσχέου όπως: ορχίτιδα, ορχεοεπιδιδυμίτιδα, υδροκήλη, αιματοκήλη, αιμάτωμα του οσχέου, σπερματοκήλη, συστροφή του όρχεως και επιδερμοειδής κύστη.
 
 
Θεραπεία
Η ριζική ορχεκτομή με υψηλή απολίνωση του σπερματικού τόνου αποτελεί την πρώτη θεραπευτική αντιμετώπιση. Η περαιτέρω θεραπεία αποφασίζεται ανάλογα με τον ιστολογικό τύπο του όγκου και την ύπαρξη ή μη μεταστάσεων. Στις συμπληρωματικές θεραπείες περιλαμβάνονται η ακτινοθεραπεία, η χημειοθεραπεία και η χειρουργική εκτομή των λεμφαδένων που έχουν προσβληθεί. Η πρόγνωση σε γενικές γραμμές είναι πολύ καλή και αυτό οφείλεται στην αποτελεσματικότητα της χημειοθεραπείας.

Καρκίνος του νεφρού (RCC)

Ο καρκίνος του νεφρού (RCC) είναι η τρίτη συχνότερη κακοήθης νόσος του ουροποιητικού. Το νεφροκυτταρικό καρκίνωμα εμφανίζεται κυρίως σε άνδρες, με τυπική εμφάνιση κατά την έκτη και έβδομη δεκαετία της ζωής και αποτελεί την πιο θανατηφόρο ουρολογική κακοήθη νόσο.
 
 
Παράγοντες κινδύνου
Αρκετοί εν δυνάμει παράγοντες κινδύνου έχουν ενοχοποιηθεί για την ανάπτυξη του νεφροκυτταρικού καρκινώματος.
Το κάπνισμα έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης RCC. Ο κίνδυνος μειώνεται μετά τη διακοπή του καπνίσματος.

Η παχυσαρκία βρέθηκε να σχετίζεται με το RCC σε πολλές μελέτες. Η συσχέτιση αφορά μόνο τη σοβαρή παχυσαρκία και είναι πιο έντονη για τις γυναίκες. Η αρτηριακή υπέρταση έχει σχετισθεί με το RCC σε αρκετές μελέτες. Η αντιυπερτασική αγωγή, και ιδίως τα διουρητικά , θεωρήθηκαν υπεύθυνα για την ανάπτυξη καρκίνου του νεφρού. Η διατροφή είναι ένας από τους παράγοντες κλειδιά. Τηγανητά, σοταρισμένα και υπερβολικά ψημένα κρέατα έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης RCC, ενώ προστατευτική δράση έχουν η συχνή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών. Επιπρόσθετα, προστατευτική δράση έχουν και οι βιταμίνες C, E και τα καρωτενοειδή. Δεν έχει αποδειχθεί συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης αλκοόλ, καφέ και τσάι και του RCC. Επαγγελματική έκθεση σε σίδηρο, ατσάλι, πετρελαιοειδή, άσβεστο και κάδμιο έχει εμπλακεί στην ανάπτυξη καρκίνου του νεφρού. Υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του νεφρού παρατηρήθηκε σε ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια που υποβάλλονταν σε αιμοκάθαρση και ιδιαίτερα σε αυτούς με επίκτητη κυστική νόσο των νεφρών. Επίσης, υπάρχουν αντικρουόμενα δεδομένα για τη συσχέτιση του RCC με τη λιθίαση των νεφρών, τις λοιμώξεις του ουροποιητικού και τους τραυματισμούς των νεφρών.

Η πρόληψη του RCC πρέπει να εστιάζεται στη διακοπή του καπνίσματος. Το υπερβολικό βάρος είναι ένας παράγοντας κινδύνου και η διατήρηση του ιδεατού Δείκτη Μάζας Σώματος είναι αναγκαία. Αναφορικά με τη δίαιτα υπάρχουν ασαφείς πληροφορίες για να δοθούν ειδικές διαιτητικές συστάσεις.
 
 
Κλινική εικόνα
Η πλειοψηφία των νεφρικών όγκων παραμένει ασυμπτωματική μέχρι να αναπτυχθεί προχωρημένη νόσος. Τα σημεία και τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως καθυστερημένα και δεν είναι ειδικά. Η κλασσική τριάδα συμπτωμάτων (οσφυϊκός πόνος, αιματουρία και ψηλαφητή κοιλιακή μάζα) σήμερα εμφανίζεται σε λιγότερο από το 10% των ασθενών.


Η αιματουρία είναι το πιο συχνό σύμπτωμα και εμφανίζεται στο 40-60% των ασθενών. Οσφυϊκός πόνος μπορεί να εμφανιστεί στο 40% των ασθενών. Ψηλαφητή μάζα εμφανίζεται στο ένα τρίτο των ασθενών.


Γενικά συμπτώματα όπως κόπωση, αδυναμία, απώλεια βάρους, ναυτία, πυρετός ή νυκτερινοί ιδρώτες υποδηλώνουν προχωρημένη νόσο. Παρανεοπλαματικά σύνδρομα εμφανίζονται στο 10-40% των ασθενών.
 
 
Εργαστηριακές εξετάσεις
Δεν υπάρχουν ειδικά εργαστηριακά ευρήματα. Η αιματουρία εμφανίζεται στο 40-60% των περιπτώσεων με καρκίνο. Αυξημένη ταχύτητα καθίζησης (Τ.Κ.Ε.) παρατηρείται στο 55-75%. Επίσης, αναιμία εμφανίζει το ένα τρίτο των ασθενών.

Οι κυριότερες απεικονιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι:
•    Υπερηχογράφημα: Έχει προσφέρει σημαντικά στην πρώιμη διάγνωση του RCC.
•    Αξονική Τομογραφία κοιλίας και οπισθοπεριτοναϊκού χώρου: Αποτελεί εξέταση εκλογής για τη διάγνωση αλλά και τη σταδιοποίηση του καρκίνου του νεφρού.
•    Μαγνητική Τομογραφία κοιλίας και οπισθοπεριτοναϊκού χώρου: Είναι ισοδύναμη με την αξονική τομογραφία στη διάγνωση του RCC, αλλά πλεονεκτεί στη σταδιοποίησή του.
 
 
Θεραπεία
Θεραπεία εκλογής για τον εντοπισμένο καρκίνο του νεφρού θεωρείται η ριζική νεφρεκτομή, Καρκίνος του νεφρού (RCC)  η οποία αποτελεί την αποτελεσματικότερη μέθοδο εκρίζωσης της νόσου. Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για την εφαρμογή συντηρητικότερων χειρουργικών επεμβάσεων (μερική νεφρεκτομή) στην αντιμετώπιση του εντοπισμένου νεφρικού καρκίνου. •    Ακτινοθεραπεία. Μολονότι δεν έχει κανένα θεραπευτικό ρόλο στα αρχικά στάδια του νεφρικού καρκίνου, είναι δυνατόν να εφαρμοστεί ως παρηγορητική θεραπεία σε ασθενείς με μεταστατική νόσο.
•    Χημειοθεραπεία. Πολλές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν απέδειξαν ότι το αδενοκαρκίνωμα του νεφρού είναι ένα από τα ανθεκτικότερα νεοπλάσματα στα χημειοθεραπευτικά.
•    Ανοσοθεραπεία. Στον καρκίνο του νεφρού έχουν χρησιμοποιηθεί η ιντερφερόνη-α (IFNα), η ιντερλευκίνη-2 (IL-2) με πολύ χαμηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας. Ο συνδυασμός IL-2 και IFNα γενικά οδηγεί σε καλύτερη συνολική ανταπόκριση (περίπου 25%, με 8% πλήρη).
•    Μοριακή στοχευμένη θεραπεία. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται ουσίες, που στοχεύουν σε μοριακό επίπεδο σε διάφορα στάδια εξέλιξης του όγκου, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα.


Πρόγνωση
Ο σημαντικότερος προγνωστικός παράγοντας στον καρκίνο του νεφρού είναι το στάδιο της νόσου κατά τη στιγμή της διάγνωσης. Η επιβίωση των ασθενών είναι αντιστρόφως ανάλογη του παθολογοανατομικού σταδίου.

Καρκίνος της ουροδόχου κύστης

Το καρκίνωμα της ουροδόχου κύστης είναι το δεύτερο σε συχνότητα καρκίνωμα του ουρογεννητικού στον άνθρωπο μετά από αυτό του προστάτη. Στον άνδρα αποτελεί τον 4ο κατά σειρά συχνότητας καρκίνο, μετά από αυτούς του προστάτη, του πνεύμονα και του παχέος εντέρου, ενώ στη γυναίκα τον 8ο. Η αναλογία ανδρών προς γυναίκες μεταξύ των πασχόντων είναι περίπου 3/1. Η συχνότητα της νόσου εμφανίζει σαφή αυξητική τάση, η οποία μεταξύ άλλων οφείλεται και στην αύξηση του μέσου όρου ζωής του ανθρώπου, δεδομένου ότι ο καρκίνος της κύστης (όπως άλλωστε και οι περισσότερες μορφές καρκίνου) προσβάλλουν κυρίως άτομα μεγάλης ηλικίας.

Η μέση ηλικία εμφάνισης είναι τα 69 έτη στους άνδρες και τα 71 στις γυναίκες, αλλά η νόσος μπορεί να εμφανισθεί σε οποιαδήποτε ηλικία ακόμη και σε παιδιά. Ο καρκίνος της κύστης ευθύνεται για το 2,6% όλων των θανάτων από καρκίνο στους άνδρες και το 1,4% στις γυναίκες. Η θνητότητα των γυναικών θεωρείται δυσανάλογα μεγάλη, ιδίως όταν συγκριθεί με τις λοιπές παραμέτρους της νόσου.
 
 
Αιτιολογία
•  Χημικά καρκινογόνα
Η επαγγελματική έκθεση σε χημικά καρκινογόνα υπολογίζεται ότι ευθύνεται για το 20% περίπου των καρκίνων της ουροδόχου κύστης. Αυξημένο κίνδυνο για την εμφάνιση καρκίνου της κύστης έχουν οι εργάτες των βιομηχανιών πετρελαίου, ελαστικών, δέρματος, χημικών και βαφών, αλλά υπάρχουν μελέτες στις οποίες αναφέρεται αυξημένος κίνδυνος σε οδηγούς αυτοκινήτων, υδραυλικούς ή ακόμη και τηλεφωνητές. Η λανθάνουσα περίοδος από την έκθεση στον καρκινογόνο παράγοντα μέχρι την εμφάνιση της νόσου μπορεί να είναι πολύ μεγάλη (ακόμη και 30-50 έτη), γεγονός που υποδηλώνει ότι ο αιτιολογικός παράγοντας πρέπει να δράσει αθροιστικά για να προκληθεί νόσος.
Από την άλλη, υπάρχουν ουσίες, όπως η βιταμίνη Α και η β-καρωτένη, οι οποίες θεωρούνται προστατευτικές έναντι του καρκίνου της κύστης. ’Ατομα που προσλαμβάνουν με τις τροφές μικρές μόνο ποσότητες των ουσιών αυτών, έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου, ενώ έχει δειχθεί πειραματικά ότι η βιταμίνη Α μπορεί να αποτρέψει την ανάπτυξη του καρκίνου που προκαλείται από χημικά καρκινογόνα.

Κάπνισμα
Η ισχυρή σχέση του καπνίσματος με τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης έχει πλήρως επιβεβαιωθεί. Υπολογίζεται ότι το κάπνισμα ευθύνεται για το 25-60% των περιπτώσεων καρκίνου της κύστης. Οι καπνιστές διατρέχουν τετραπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης του καρκινώματος από τους μη καπνιστές, ο δε κίνδυνος φαίνεται ότι σχετίζεται με τον αριθμό των τσιγάρων, τη διάρκεια του καπνίσματος και το βαθμό εισπνοής του καπνού.
Η διακοπή του καπνίσματος φαίνεται ότι έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της συχνότητας εμφάνισης του καρκίνου της κύστης, μείωση που πάντως είναι προοδευτική και μακροχρόνια. Υπολογίζεται ότι χρειάζονται τουλάχιστον 20 χρόνια από τη διακοπή του καπνίσματος ώστε ο σχετικός κίνδυνος να μειωθεί στα επίπεδα του μη καπνιστή και η περίοδος αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη για τον καρκίνο του πνεύμονα και τις καρδιαγγειακές νόσους.

Τσάι και καφές
Η κατανάλωση καφέ και τσαγιού είχε στο παρελθόν ενοχοποιηθεί ως αιτιολογικός παράγοντας του καρκίνου της ουροδόχου κύστης. Παρ’ όλα αυτά, μεταγενέστερες πειραματικές μελέτες δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι η καφεΐνη μπορεί να ξεκινήσει ή να συντηρήσει και να επαυξήσει κάποια ογκογενετική διαδικασία στην ουροδόχο κύστη. Σήμερα, επομένως, οφείλουμε να δεχθούμε ότι η κατανάλωση καφέ και τσαγιού δεν αποτελεί αιτιολογικό παράγοντα του καρκίνου του ουροθηλίου.

Κατάχρηση αναλγητικών
Η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αναλγητικών έχει συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκινώματος μεταβατικού επιθηλίου, τόσο στην ουροδόχο κύστη όσο και στην νεφρική πύελο.


Χρόνια κυστίτιδα και άλλες λοιμώξεις
Είναι γενικά παραδεκτό πως η χρόνια φλεγμονή της κύστης, μικροβιακή και μη, μπορεί να προκαλέσει καρκίνο.
Ειδικότερα:
•    Οι ασθενείς με μόνιμο καθετήρα έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκινώματος της κύστης.
•    Οι υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού έχουν ενοχοποιηθεί ως αιτιολογικός παράγοντας στην ανάπτυξη του καρκίνου της κύστης, ιδίως σε γυναίκες. Η ουρολοίμωξη μπορεί να οδηγήσει σε καρκινογένεση, ενώ και οι λίθοι οι οποίοι παραμένουν στο ουροποιητικό για μεγάλο χρονικό διάστημα αναφέρεται ότι μπορεί να προκαλέσουν καρκίνο της κύστης, πιθανόν επειδή προκαλούν τραυματισμό του ουροθηλίου
•    Η ακριβής σχέση μεταξύ διαφόρων ιών και του καρκίνου της κύστης παραμένει ασαφής, παρ’ ότι κατά καιρούς διάφοροι ιοί (HPV, ρετροιοί, παπιλλομαϊοί, ιοί της ομάδας του απλού έρπητα, αδενοιοί) έχουν θεωρηθεί ως αιτιολογικοί παράγοντες της νόσου.

Ακτινοβολία της πυέλου
Γυναίκες που υποβάλλονται σε ακτινοθεραπεία για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας έχουν 2-4 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου της κύστης και μάλιστα χαμηλής διαφοροποίησης και τοπικά εκτεταμένου.

Κληρονομικότητα
Αν και έχουν αναφερθεί περιπτώσεις “οικογενούς” εμφάνισης καρκίνου της κύστης, δεν υπάρχουν επιδημιολογικές αποδείξεις κληρονομικότητας της νόσου.
 
 
Κλινική Εικόνα
Το συχνότερο σύμπτωμα με το οποίο εμφανίζεται το νεόπλασμα της κύστης είναι η ανώδυνη αιματουρία, η οποία παρατηρείται στο 85% των ασθενών. Η αιματουρία μπορεί να είναι είτε μακροσκοπική είτε μικροσκοπική. Μπορεί να συνυπάρχει συχνουρία, νυκτουρία ή επιτακτική ούρηση, ενώ σπανιότερες εκδηλώσεις της νόσου είναι ο οσφυϊκός πόνος (είτε από οπισθοπεριτοναϊκές λεμφαδενικές μεταστάσεις, είτε από ουρητηρική απόφραξη), το οίδημα των κάτω άκρων και η ψηλαφητή μάζα (σε τοπικά προχωρημένη νόσο). Η απώλεια βάρους χαρακτηρίζει τα τελικά στάδια της νόσου.
 
 
Εργαστηριακή διερεύνηση
•  Υπερηχογράφημα
Ο ρόλος του υπερηχογραφήματος στη διάγνωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι πολύ σημαντικός, αφού όλοι οι ασθενείς με μακροσκοπική ή μικροσκοπική αιματουρία υποβάλλονται αρχικά σε υπερηχοτομογραφικό έλεγχο.

•  Ενδοφλέβια ουρογραφία
Αποτελεί αναντικατάστατη εξέταση στην εκτίμηση ενός ασθενούς με αιματουρία. Η αξία της έγκειται κυρίως στην μελέτη του ανώτερου ουροποιητικού, όπου μπορεί να αποκαλύψει κάποια απόφραξη ή ένα έλλειμμα σκιαγράφησης που είναι δυνατό να οφείλονται σε όγκο.

•  Κυτταρολογική εξέταση ούρων
Αποτελεί χρήσιμη διαγνωστική μέθοδο κυρίως για την ανίχνευση εκείνων των όγκων της ουροδόχου κύστης με υψηλή κακοήθεια, που δεν αναγνωρίζονται κυστεοσκοπικά.

•  Κυστεοσκόπηση
Αποτελεί την τελική εξέταση με την οποία επιβεβαιώνεται η διάγνωση. Συνήθως, οι επιφανειακοί όγκοι αναγνωρίζονται ως μισχωτές, θηλωματώδεις προσεκβολές του τοιχώματος της κύστης, σε αντίθεση με τους διηθητικούς που είναι, στην πλειοψηφία τους, συμπαγείς όγκοι με ευρεία βάση. Θα πρέπει να τονιστεί όμως, ότι τα μακροσκοπικά χαρακτηριστικά ενός όγκου δεν μπορούν με ακρίβεια να διαχωρίσουν αυτούς τους δύο τύπους νεοπλάσματος της κύστης.

•  Αξονική τομογραφία (CT SCAN)
Η αξονική τομογραφία χρησιμοποιείται τόσο για την εκτίμηση της τοπικής επέκτασης της νόσου, όσο και για την ανίχνευση πιθανών μεταστάσεων. Διηθημένοι λεμφαδένες ανιχνεύονται με CT μόνο όταν το μεγεθός τους είναι μεγαλύτερο από 1 cm, ενώ ηπατικές μεταστάσεις ανιχνεύονται μόνο όταν έχουν μέγεθος μεγαλύτερο των 2 cm.

•  Μαγνητική τομογραφία (MRI)
Με εξαίρεση τις οστικές μεταστάσεις, η MRI δεν φαίνεται να πλεονεκτεί της CT στη διάγνωση και σταδιοποίηση του καρκινώματος της κύστης, έχει δε επιπλέον και το μειονέκτημα του αυξημένου κόστους.

•  Σπινθηρογράφημα οστών
Συνήθως δεν χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση μεταστάσεων του καρκίνου της κύστης, εκτός αν ο ασθενής είναι συμπτωματικός ή η αλκαλική φωσφατάση του ορού είναι αυξημένη.
 
 
Θεραπεία
Ασθενείς με επιφανειακό νεόπλασμα (μη διηθητικό) αρχικά υποβάλλονται σε διουρηθρική εξαίρεση του όγκου (TURT) και στη συνέχεια, ανάλογα με το στάδιο ή το βαθμό κακοήθειας, είτε εντάσσονται σε πρόγραμμα συστηματικής παρακολούθησης είτε υποβάλλονται σε επικουρική ενδοκυστική θεραπεία. Ασθενείς με διηθητικούς όγκους Τ2 ή Τ3 είναι υποψήφιοι για ριζική κυστεκτομή που μπορεί να ακολουθηθεί από συστηματική χημειοθεραπεία ανάλογα με τα παθολογοανατομικά ευρήματα. Τοπικά εκτεταμένοι ή ανεγχείρητοι όγκοι (Τ4) μπορούν να αντιμετωπισθούν αρχικά με συστηματική χημειοθεραπεία σε μια προσπάθεια μείωσης της νεοπλασματικής μάζας και στη συνέχεια με ακτινοθεραπεία ή χειρουργική επέμβαση ανάλογα με την ανταπόκριση. Τέλος, ασθενείς με μεταστατική νόσο αντιμετωπίζονται με χημειοθεραπεία.

Ακράτεια

Η ακράτεια είναι μια εξαιρετικά ενοχλητική κατάσταση, η οποία επηρεάζει την ποιότητα ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων. Ως ακράτεια ορίζεται κάθε ακούσια διαφυγή ούρων. Η ακράτεια είναι πάθηση ανδρών και γυναικών κάθε ηλικίας αλλά είναι συχνότερη στους ηλικιωμένους και σε ασθενείς που ζουν σε ιδρύματα. Η πάθηση, εκτός από την καθαρά ιατρική, έχει και μια σημαντική κοινωνική διάσταση, αφού συχνότατα συνδυάζεται με αίσθημα ντροπής, απομόνωσης και κατάθλιψης.

Ακόμα και σήμερα στο πρόβλημα δεν έχει δοθεί η απαραίτητη προσοχή. Η ενημέρωση των ασθενών είναι τουλάχιστον ανεπαρκής και συχνά η ακράτεια θεωρείται ‘φυσιολογικό’ επακόλουθο της ηλικίας και όχι αρρώστια. Αυτός είναι και ένας από τους κύριους λόγους που οι ασθενείς δεν ζητούν ιατρική βοήθεια. Μόνο το 4% των πασχόντων θα αναζητήσουν λύση στο πρόβλημα τους.

Χαρακτηριστικά Αιματουρίας

Ιδιαίτερη σημασία για να τεθεί η διάγνωση του αιτίου της αιματουρίας έχει ο προσδιορισμός των χαρακτήρων της, αν δηλαδή αυτή είναι: μακροσκοπική ή μικροσκοπική, εμφανίζεται στην αρχή, το τέλος ή καθ’ όλη τη διάρκεια της ούρησης, συνοδεύεται από πήγματα, καθώς και πόνο ή όχι.

Η αρχική αιματουρία συνήθως υποδηλώνει ότι η προέλευση του αίματος είναι από την ουρήθρα, η τελική ότι το αίμα προέρχεται από τον αυχένα-τρίγωνο της ουροδόχου κύστεως και του προστάτη, ενώ η ολική αιματουρία υποδηλώνει ότι η αιμορραγία προέρχεται από την ουροδόχο κύστη, τον προστάτη ή το ανώτερο ουροποιητικό (νεφρός-ουρητήρας). Η παρουσία πόνου κατά την αιματουρία συνήθως είναι ενδεικτική (αλλά όχι αποδεικτική) της ύπαρξης φλεγμονής ή λιθίασης, ενώ η ανώδυνη συνδυάζεται συνηθέστερα με κάποιο νεόπλασμα του ουροποιητικού συστήματος. Τα πήγματα δίνουν πληροφορίες για τη βαρύτητα της αιματουρίας, ενώ το σχήμα τους (πχ. σαν μακαρόνια) μπορεί να κατευθύνουν στην αναγνώριση της εντόπισης του αιτίου. Πρέπει επομένως ο ασθενής να γνωρίζει και να μπορεί να επισημαίνει στον ιατρό τα χαρακτηριστικά της αιματουρίας.

Τύπος ακράτειας και η σημασία τους

1. Ακράτεια προσπάθειας: είναι η απώλεια ούρων που συμβαίνει κατά την άσκηση, το σήκωμα βάρους, το βήχα, το φτάρνισμα κ.α.

2. Επιτακτική ακράτεια: είναι η ακούσια απώλεια ούρων που ακολουθεί την έντονη επιθυμία για ούρηση. Στην μορφή αυτή ο ασθενής παραπονιέται ότι η επιθυμία για ούρηση είναι τόσο έντονη που δεν μπορεί να ‘κρατηθεί’ με αποτέλεσμα να του ‘φεύγουν’ μέχρι να φτάσει στην τουαλέτα.

3. Μικτού τύπου ακράτεια: είναι συνδυασμός των δυο προηγούμενων τύπων.

» Έχει σημασία ποιος είναι ο τύπος της ακράτειας;

Ναι, γιατί υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση για τον κάθε τύπο.

Διάγνωση

Η διάγνωση της ακράτειας στηρίζεται στην λήψη του ιστορικού, το οποίο σε μεγάλο βαθμό θα καθορίσει το είδος, την διάρκεια της, καθώς και την επίδραση που έχει στην ποιότητα της ζωής του ασθενούς. Η ακράτεια μπορεί να προκαλείται από διάφορες νευρολογικές ασθένειες, καθώς και από την λήψη φαρμάκων. Η φυσική εξέταση και οι απλές εργαστηριακές εξετάσεις θα συμπληρώσουν την διάγνωση.

Αν υπάρχουν διαγνωστικά προβλήματα μπορεί να χρειαστεί η διενέργεια ειδικών εξετάσεων, όπως για παράδειγμα ο ουροδυναμικός έλεγχος.

Η ανάγκη για την διενέργεια ουροδυναμικού ελέγχου αποφασίζεται πάντα από τον θεράποντα ιατρό.

Ουροδυναμικός Έλεγχος

Η ούρηση είναι μια δυναμική φυσιολογική διεργασία που απαιτεί την ακεραιότητα του ουροποιητικού και νευρικού συστήματος. Το κατώτερο ουροποιητικό έχει δυο σαφείς λειτουργίες : α) την αποθήκευση (πλήρωση) των ούρων που παράγονται συνεχώς στους νεφρούς και β) την αποβολή τους (κένωση) σε τακτά χρονικά διαστήματα όταν οι κοινωνικές συνθήκες το επιτρέπουν.

Ο ουροδυναμικός έλεγχος αποτελεί αναπαράσταση και καταγραφή της πλήρωσης και της κένωσης της ουροδόχου κύστης, στο εργαστήριο. Σκοπός του ουροδυναμικού ελέγχου είναι ο λεπτομερής έλεγχος της λειτουργίας των οργάνων του κατώτερου ουροποιητικού, καθώς και η εκτίμηση της μεταξύ τους συνέργειας τόσο κατά την πλήρωση της κύστης όσο και κατά την ούρηση.

Θεραπεία

Ακριβής διάγνωση του είδους και της βαρύτητας της ακράτειας θα οδηγήσουν και στην επιλογή της κατάλληλης θεραπείας. Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις μπορεί να είναι:

Α) απλές θεραπείες συμπεριφοράς,

Β) ειδική φυσιοθεραπεία,

Γ) φαρμακευτική αντιμετώπιση,

Δ) ελάχιστα επεμβατικές μέθοδοι (botox, ηλεκτροδιέγερση) και

Ε) χειρουργικές επεμβάσεις. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται πολύ και με επιτυχία οι λεγόμενες “ταινίες” ελεύθερης τάσης (ενδοκολπικά).

Η ακράτεια είναι μια εξαιρετικά ενοχλητική κατάσταση, η οποία επηρεάζει την ποιότητα ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων. Ως ακράτεια ορίζεται κάθε ακούσια διαφυγή ούρων. Η ακράτεια είναι πάθηση ανδρών και γυναικών κάθε ηλικίας αλλά είναι συχνότερη στους ηλικιωμένους και σε ασθενείς που ζουν σε ιδρύματα. Η πάθηση, εκτός από την καθαρά ιατρική, έχει και μια σημαντική κοινωνική διάσταση, αφού συχνότατα συνδυάζεται με αίσθημα ντροπής, απομόνωσης και κατάθλιψης.

Ακόμα και σήμερα στο πρόβλημα δεν έχει δοθεί η απαραίτητη προσοχή. Η ενημέρωση των ασθενών είναι τουλάχιστον ανεπαρκής και συχνά η ακράτεια θεωρείται ‘φυσιολογικό’ επακόλουθο της ηλικίας και όχι αρρώστια. Αυτός είναι και ένας από τους κύριους λόγους που οι ασθενείς δεν ζητούν ιατρική βοήθεια. Μόνο το 4% των πασχόντων θα αναζητήσουν λύση στο πρόβλημα τους.

Χαρακτηριστικά Αιματουρίας

Ιδιαίτερη σημασία για να τεθεί η διάγνωση του αιτίου της αιματουρίας έχει ο προσδιορισμός των χαρακτήρων της, αν δηλαδή αυτή είναι: μακροσκοπική ή μικροσκοπική, εμφανίζεται στην αρχή, το τέλος ή καθ’ όλη τη διάρκεια της ούρησης, συνοδεύεται από πήγματα, καθώς και πόνο ή όχι.

Η αρχική αιματουρία συνήθως υποδηλώνει ότι η προέλευση του αίματος είναι από την ουρήθρα, η τελική ότι το αίμα προέρχεται από τον αυχένα-τρίγωνο της ουροδόχου κύστεως και του προστάτη, ενώ η ολική αιματουρία υποδηλώνει ότι η αιμορραγία προέρχεται από την ουροδόχο κύστη, τον προστάτη ή το ανώτερο ουροποιητικό (νεφρός-ουρητήρας). Η παρουσία πόνου κατά την αιματουρία συνήθως είναι ενδεικτική (αλλά όχι αποδεικτική) της ύπαρξης φλεγμονής ή λιθίασης, ενώ η ανώδυνη συνδυάζεται συνηθέστερα με κάποιο νεόπλασμα του ουροποιητικού συστήματος. Τα πήγματα δίνουν πληροφορίες για τη βαρύτητα της αιματουρίας, ενώ το σχήμα τους (πχ. σαν μακαρόνια) μπορεί να κατευθύνουν στην αναγνώριση της εντόπισης του αιτίου. Πρέπει επομένως ο ασθενής να γνωρίζει και να μπορεί να επισημαίνει στον ιατρό τα χαρακτηριστικά της αιματουρίας.

Τύπος ακράτειας και η σημασία τους

1. Ακράτεια προσπάθειας: είναι η απώλεια ούρων που συμβαίνει κατά την άσκηση, το σήκωμα βάρους, το βήχα, το φτάρνισμα κ.α.

2. Επιτακτική ακράτεια: είναι η ακούσια απώλεια ούρων που ακολουθεί την έντονη επιθυμία για ούρηση. Στην μορφή αυτή ο ασθενής παραπονιέται ότι η επιθυμία για ούρηση είναι τόσο έντονη που δεν μπορεί να ‘κρατηθεί’ με αποτέλεσμα να του ‘φεύγουν’ μέχρι να φτάσει στην τουαλέτα.

3. Μικτού τύπου ακράτεια: είναι συνδυασμός των δυο προηγούμενων τύπων.

» Έχει σημασία ποιος είναι ο τύπος της ακράτειας;

Ναι, γιατί υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση για τον κάθε τύπο.

Διάγνωση

Η διάγνωση της ακράτειας στηρίζεται στην λήψη του ιστορικού, το οποίο σε μεγάλο βαθμό θα καθορίσει το είδος, την διάρκεια της, καθώς και την επίδραση που έχει στην ποιότητα της ζωής του ασθενούς. Η ακράτεια μπορεί να προκαλείται από διάφορες νευρολογικές ασθένειες, καθώς και από την λήψη φαρμάκων. Η φυσική εξέταση και οι απλές εργαστηριακές εξετάσεις θα συμπληρώσουν την διάγνωση.

Αν υπάρχουν διαγνωστικά προβλήματα μπορεί να χρειαστεί η διενέργεια ειδικών εξετάσεων, όπως για παράδειγμα ο ουροδυναμικός έλεγχος.

Η ανάγκη για την διενέργεια ουροδυναμικού ελέγχου αποφασίζεται πάντα από τον θεράποντα ιατρό.

Ουροδυναμικός Έλεγχος

Η ούρηση είναι μια δυναμική φυσιολογική διεργασία που απαιτεί την ακεραιότητα του ουροποιητικού και νευρικού συστήματος. Το κατώτερο ουροποιητικό έχει δυο σαφείς λειτουργίες : α) την αποθήκευση (πλήρωση) των ούρων που παράγονται συνεχώς στους νεφρούς και β) την αποβολή τους (κένωση) σε τακτά χρονικά διαστήματα όταν οι κοινωνικές συνθήκες το επιτρέπουν.

Ο ουροδυναμικός έλεγχος αποτελεί αναπαράσταση και καταγραφή της πλήρωσης και της κένωσης της ουροδόχου κύστης, στο εργαστήριο. Σκοπός του ουροδυναμικού ελέγχου είναι ο λεπτομερής έλεγχος της λειτουργίας των οργάνων του κατώτερου ουροποιητικού, καθώς και η εκτίμηση της μεταξύ τους συνέργειας τόσο κατά την πλήρωση της κύστης όσο και κατά την ούρηση.

Θεραπεία

Ακριβής διάγνωση του είδους και της βαρύτητας της ακράτειας θα οδηγήσουν και στην επιλογή της κατάλληλης θεραπείας. Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις μπορεί να είναι:

Α) απλές θεραπείες συμπεριφοράς,

Β) ειδική φυσιοθεραπεία,

Γ) φαρμακευτική αντιμετώπιση,

Δ) ελάχιστα επεμβατικές μέθοδοι (botox, ηλεκτροδιέγερση) και

Ε) χειρουργικές επεμβάσεις. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται πολύ και με επιτυχία οι λεγόμενες “ταινίες” ελεύθερης τάσης (ενδοκολπικά).

Αιματουρία

Είναι η κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής αποβάλλει ούρα που περιέχουν αίμα. Η αιματουρία μπορεί να είναι μακροσκοπική, όταν τα ούρα είναι εμφανώς κόκκινα, ή μικροσκοπική, όταν η παρουσία του αίματος αποκαλύπτεται μόνο μικροσκοπικά δηλαδή στη μικροσκοπική γενική εξέταση των ούρων ανευρίσκονται περισσότερα από 3 ερυθρά αιμοσφαίρια κατά οπτικό πεδίο.
Πρέπει να τονιστεί, ότι το ερυθρό χρώμα των ούρων δεν οφείλεται πάντοτε στην παρουσία αίματος. Τα ούρα είναι δυνατόν να χρωματιστούν κόκκινα μετά τη λήψη διαφόρων φαρμάκων (ριφαμπικίνη, φαινολοφθαλείνη, φαινοθειαζίνες κ.α.), τη λήψη διαφόρων τροφών (παντζάρια, βατόμουρα), ή χρωστικών με τις τροφές (ροδαμίνη Β), ή σε άλλες καταστάσεις όπως η αιμοσφαιρινουρία, η μυοσφαιρινουρία, κ.λπ. Στις περιπτώσεις αυτές, η γενική εξέταση ούρων αποκαλύπτει φυσιολογικό αριθμό ερυθρών.


Χαρακτηριστικά Αιματουρίας
Ιδιαίτερη σημασία για να τεθεί η διάγνωση του αιτίου της αιματουρίας έχει ο προσδιορισμός των χαρακτήρων της, αν δηλαδή αυτή είναι: μακροσκοπική ή μικροσκοπική, εμφανίζεται στην αρχή, το τέλος ή καθ’ όλη τη διάρκεια της ούρησης, συνοδεύεται από πήγματα, καθώς και πόνο ή όχι.

Η αρχική αιματουρία συνήθως υποδηλώνει ότι η προέλευση του αίματος είναι από την ουρήθρα, η τελική ότι το αίμα προέρχεται από τον αυχένα-τρίγωνο της ουροδόχου κύστεως και του προστάτη, ενώ η ολική αιματουρία υποδηλώνει ότι η αιμορραγία προέρχεται από την ουροδόχο κύστη, τον προστάτη ή το ανώτερο ουροποιητικό (νεφρός-ουρητήρας). Η παρουσία πόνου κατά την αιματουρία συνήθως είναι ενδεικτική (αλλά όχι αποδεικτική) της ύπαρξης φλεγμονής ή λιθίασης, ενώ η ανώδυνη συνδυάζεται συνηθέστερα με κάποιο νεόπλασμα του ουροποιητικού συστήματος. Τα πήγματα δίνουν πληροφορίες για τη βαρύτητα της αιματουρίας, ενώ το σχήμα τους (πχ. σαν μακαρόνια) μπορεί να κατευθύνουν στην αναγνώριση της εντόπισης του αιτίου. Πρέπει επομένως ο ασθενής να γνωρίζει και να μπορεί να επισημαίνει στον ιατρό τα χαρακτηριστικά της αιματουρίας.


Αίτια Αιματουρίας
Η αιματουρία μπορεί να αποτελεί εκδήλωση πολλών ουρολογικών παθήσεων όπως είναι οι λοιμώξεις, οι λίθοι του ουροποιητικού, η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη και τα κακοήθη νεοπλάσματα του ουροποιητικού (καρκίνος νεφρού, ουροδόχου κύστεως, ουρητήρα, προστάτη). Αιματουρία μπορεί να εκδηλωθεί και επί απουσίας ουρολογικού νοσήματος.
Για παράδειγμα, διαταραχές της πήξης του αίματος, λήψη αντιπηκτικών φαρμάκων ή διάφορα αιματολογικά νοσήματα μπορούν να προκαλέσουν την εμφάνιση αίματος στα ούρα. Εξ άλλου, υγιή κατά τα άλλα άτομα που υποβάλλονται σε βαριά σωματική κόπωση παρουσιάζουν πολλές φορές παροδική πρωτεϊνουρία και αιματουρία.


Έλεγχος Αιματουρίας
Σε όλες τις περιπτώσεις, είναι απαραίτητο να γίνεται λεπτομερής διαγνωστική μελέτη, στην οποία (εκτός από το ιστορικό και τη φυσική εξέταση) θα πρέπει να περιλαμβάνονται εργαστηριακές εξετάσεις (γενική και καλλιέργεια ούρων, κυτταρολογική εξέταση ούρων) και απεικονιστικός έλεγχος (υπερηχοτομογράφημα, απλή ακτινογραφία ΝΟΚ ή και ενδοφλέβια ουρογραφία), καθώς και κυστεοσκόπηση για τον αποκλεισμό κακοήθους νόσου του ουροποιητικού, ενώ η αξονική τομογραφία συνιστάται επί συγκεκριμένων ενδείξεων.


Τι πρέπει να ξέρω με δύο λέξεις
Γενικά, η μακροσκοπική αιματουρία είναι ένα θορυβώδες σύμπτωμα που κινητοποιεί άμεσα τον ασθενή προς αναζήτηση ιατρικής βοήθειας αλλά και τον ιατρό που πρέπει να προχωρήσει στο διαγνωστικό έλεγχο της αιματουρίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο ενδελεχής έλεγχος του ουροποιητικού αποκαλύπτει τελικά το υποκείμενο αίτιο. Αντίθετα, στη μικροσκοπική αιματουρία πολλές φορές δεν αναγνωρίζεται υποκείμενη παθολογία. Η αιματουρία οποιουδήποτε βαθμού είναι σοβαρό σύμπτωμα και στους ενηλίκους θα πρέπει να θεωρείται εκδήλωση κακοήθους νόσου του ουροποιητικού μέχρις αποδείξεως του εναντίου.

Υπογονιμότητα

Υπογονιμότητα ορίζεται ως η αδυναμία σύλληψης μετά από διάστημα 12 μηνών συχνών (2-3 την εβδομάδα) ελεύθερων σεξουαλικών επαφών. Όταν η ηλικία της γυναίκας είναι 36-38 ετών, η περίοδος “αναμονής” περιορίζεται στους 6 μήνες.

Η υπογονιμότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρωτοπαθής (67-71%), όταν ποτέ στο παρελθόν δεν έχει αναφερθεί από το ζευγάρι εγκυμοσύνη και ως δευτεροπαθής (29-33%) όταν έχει υπάρξει κάποια εγκυμοσύνη στο παρελθόν ανεξάρτητα της τελικής της έκβασης.

Περίπου το 20% των νέων ζευγαριών αντιμετωπίζουν προβλήματα τεκνοποίησης. Η διάγνωση και θεραπεία αφορά πάντα και τους δύο συντρόφους, αφού το υπογόνιμο ζευγάρι πρέπει να προσεγγίζεται και να αντιμετωπίζεται ως μία οντότητα. Βασικός λόγος γι’ αυτό είναι η διαπίστωση ότι στο 20% – 30% των περιπτώσεων υπογονιμότητας το αίτιο ανευρίσκεται μόνο στον άνδρα, στο 30% στη γυναίκα, ενώ σε ένα ποσοστό περίπου 30% – 40% είναι μικτής αιτιολογίας. Σ’ ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό (περίπου 15% των ζευγαριών με υπογονιμότητα) δεν είναι δυνατή η ανεύρεση του αιτίου (ιδιοπαθής υπογονιμότητα).

Αιτιολογία

Τα αίτια της ανδρικής υπογονιμότητας μπορεί να διακριθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: στην πρώτη υπάρχουν διαταραχές της υποθαλαμικής και υποφυσιακής λειτουργίας (προ-ορχικά αίτια), στη δεύτερη διαταραχές της λειτουργίας των όρχεων (ορχικά αίτια) όπως κρυψορχία, φλεγμονές, κιρσοκήλη, τραυματικές κακώσεις, φάρμακα κ.λπ. και στην τρίτη ανωμαλίες της εκφορητικής οδού του σπέρματος (μετα-ορχικά αίτια).

Διαγνωστική προσέγγιση

Πολύ σημαντικά στοιχεία στη διαγνωστική προσέγγιση του υπογόνιμου άνδρα είναι το λεπτομερές ιατρικό και σεξουαλικό ιστορικό, καθώς και η κλινική εξέταση.

Η εξέταση του σπέρματος (σπερμοδιάγραμμα) αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στην διάγνωση του υπογόνιμου άντρα. Το δείγμα πρέπει να λαμβάνεται μετά από σεξουαλική αποχή τουλάχιστον 48 ωρών και σε καμιά περίπτωση μεγαλύτερη των 5 ημερών. Συλλέγεται σε ειδικό αποστειρωμένο δοχείο με ευρύ στόμιο. Η εξέταση του σπέρματος πρέπει να γίνεται μέσα στην 1η ώρα από τη συλλογή του και το δείγμα κατά τη μεταφορά να φυλάσσεται σε θερμοκρασία σώματος. Για τους λόγους αυτούς, ιδανικότερη θεωρείται η λήψη του δείγματος στο εργαστήριο με αυνανισμό.

Προαιρετικές εξετάσεις αποτελούν η καλλιέργεια σπέρματος, οι βιοχημικές εξετάσεις σπέρματος, τα αντισπερμικά αντισώματα, η βιοψία όρχεων, ο ορμονικός έλεγχος (τεστοστερόνης, LH, FSH και προλακτίνη) κ.λπ.

Θεραπεία

Συντηρητική θεραπεία (ειδική και εμπειρική).

Προσδιορισμός χρόνου και συχνότητας συνουσίας. Πολλά υπογόνιμα ζευγάρια δεν γνωρίζουν με ακρίβεια τον καταμήνιο κύκλο της γυναίκας. Η ιδανική χρονική στιγμή της σεξουαλικής επαφής πιστεύεται ότι είναι 48 ώρες πριν και 48 ώρες μετά την ωορρηξία, επειδή τα σπερματοζωάρια επιζούν τουλάχιστον 48 ώρες.

Ορμονική θεραπεία

Θεραπεία των λοιμώξεων. Οι λοιμώξεις (προστατίτιδες, επιδιδυμίτιδες) του ουροποιογεννητικού συστήματος πρέπει να αντιμετωπίζονται με τα κατάλληλα αντιβιοτικά φάρμακα.

Χειρουργική θεραπεία. Η χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται όταν αίτιο της υπογονιμότητας είναι η κιρσοκήλη , η κρυψορχία, η απόφραξη των εκσπερματιστικών πόρων, η απόφραξη ή η συγγενής έλλειψη τμήματος της εκφορητικής οδού.

Τέλος, με τις Τεχνικές Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (Τ.Υ.Α.) καλούνται οι κλινικοί ιατροί να αντιμετωπίσουν με επιτυχία πολλές αιτίες τόσο της γυναικείας, όσο και της ανδρικής υπογονιμότητας, αλλά και την ανεξήγητη υπογονιμότητα όταν έχουν εξαντληθεί ανεπιτυχώς άλλες θεραπείες. Η πιθανότητα σύλληψης ανά κύκλο δεν ξεπερνά το 25% σε γυναίκες νεότερες των 35 ετών. Η πιθανότητα αυτή μειώνεται σταδιακά με την πάροδο της ηλικίας και στα 45 έτη φθάνει το 2%. Επομένως, τα ποσοστά επιτυχίας, δηλαδή της επίτευξης κύησης, των Τ.Υ.Α., τα οποία είναι διεθνώς 25%, είναι παρόμοια με αυτά του φυσιολογικού κύκλου.

Στυτική και σεξουαλική δυσλειτουργία

Ο όρος σεξουαλική δυσλειτουργία ορίζει μια ευρύτερη έννοια που περιλαμβάνει διαταραχές σχετικές με τη libido (επιθυμία για σεξουαλική πράξη), τη στυτική λειτουργία, την εκσπερμάτιση και τον οργασμό. Ως στυτική δυσλειτουργία, ορίζεται η παρατεταμένη αδυναμία επίτευξης ή/και διατήρησης στύσεων ικανών για την ολοκλήρωση ικανοποιητικής σεξουαλικής επαφής. Μολονότι καλοήθης πάθηση, έχει ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των ασθενών, των οικογενειών τους και κατ’ επέκταση του κοινωνικού και επαγγελματικού τους περιβάλλοντος.
 
 
Πόσο συχνές στον πληθυσμό είναι οι διαταραχές της στύσης;
Οι διαταραχές της στύσης είναι μια πολύ συχνή παθολογική οντότητα. Μέχρι πρόσφατα, επιδημιολογικά δεδομένα αναφέρονταν μόνο στη μελέτη του Kinsley το 1948, μία μελέτη πρωτοποριακή για την εποχή της αλλά με πολλά μεθοδολογικά προβλήματα. Με βάση τα δεδομένα της έρευνας εκείνης, το 42% των ανδρών παρουσίαζε κάποια διαταραχή του στυτικού μηχανισμού. Tο 1994 δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα μιας μεγάλης επιδημιολογικής έρευνας σε 1300 άνδρες ηλικίας 40-70 ετών (Massachusetts Male Aging Study, MMAS). Το ποσοστό των ανδρών που ανέφερε κάποιου βαθμού διαταραχή του στυτικού μηχανισμού έφτασε το 52%. Το 17% παρουσίαζε μικρού βαθμού διαταραχές, το 25% μετρίου και στο 10% υπήρχε πλήρης απουσία στύσεων.

 
Ποίοι είναι οι παράγοντες που σχετίζονται με τις διαταραχές της στύσης;
Η ηλικία φάνηκε να παίζει καθοριστικό ρόλο, αφού η πλήρης απουσία στύσεων τριπλασιάσθηκε από τα 40 (5%) έως τα 70 έτη (15%). Όταν όμως συνεκτιμήθηκαν όλοι οι παράγοντες που συνδέονταν με αυξημένη δυσλειτουργία, διαπιστώθηκε ότι συστηματικά νοσήματα, καθημερινές συνήθειες και ψυχολογικοί παράγοντες επηρέαζαν σημαντικά την εκδήλωση της νόσου. Βρέθηκε ότι ο σακχαρώδης διαβήτης, η στεφανιαία νόσος, η υπέρταση, οι χαμηλές τιμές HDL χοληστερίνης, το κάπνισμα, διάφορα φάρμακα (αντιϋπερτασικά, καρδιολογικά, ψυχοτρόπα κ.α.), καθώς και ψυχολογικοί παράγοντες, όπως θυμός και κατάθλιψη ήταν οι κύριες αιτίες που ευθύνονται για τις διαταραχές της στύσης.
 
 
Ποίοι είναι οι μηχανισμοί της στύσης;
Δυστυχώς, και παρά το γεγονός ότι οι πρώτες μελέτες της νευροφυσιολογίας και της φαρμακολογίας της στύσης τοποθετούνται χρονικά περίπου έναν αιώνα πριν, οι γνώσεις μας παρέμειναν περιορισμένες για πολλά χρόνια. Την τελευταία 15ετία, η πρωτοποριακή εργασία πολλών ερευνητών αλλά και κλινικών γιατρών επέτρεψε την καλύτερη κατανόηση τόσο των κεντρικών όσο και περιφερικών μηχανισμών που ελέγχουν τη στύση. Σήμερα, είναι γνωστό, ότι ο κύριος νευρομεταβιβαστής της στύσης είναι το μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ) και ότι η στυτική λειτουργία είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού τόσο της διατήρησης της αναλογίας μεταξύ των λείων μυϊκών ινών και του συνδετικού ιστού των σηραγγωδών σωμάτων του πέους όσο και της μεταβολικής ισορροπίας μεταξύ των μηχανισμών χάλασης και σύσπασης των λείων αυτών μυϊκών ινών.
 
 
Ποία είναι η εξέλιξη σε ότι αφορά τη θεραπεία της διαταραχής της στύσης;
Η ανακάλυψη της σιλδεναφίλης (Viagra), το 1998, θεωρήθηκε επαναστατική γιατί αφ’ ενός αποτελεί ένα αποτελεσματικό φάρμακο και αφ’ ετέρου γιατί άνοιξε το δρόμο σε μια κατηγορία ουσιών, τους αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης 5 (PDE5), που αποτελούν τις ουσίες κλειδιά για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας. Σήμερα, νέα φαρμακευτικά σκευάσματα με υψηλή αποτελεσματικότητα και φιλικότερη προς τον ασθενή χορήγηση είναι διαθέσιμα στην αγορά (Τανταλαφίλη, Cialis).


Όμως, όπως προλέχθηκε, η στυτική δυσλειτουργία αποτελεί ένα ιατρικό πρόβλημα με κοινωνικές προεκτάσεις και μοιραία δεν περιορίζεται μόνο στον πάσχοντα άνδρα αλλά στο ζευγάρι σαν σύνολο. Έτσι, η θεραπευτική αντιμετώπιση θα πρέπει να έχει στόχο την αποκατάσταση της διαταραγμένης ερωτικής σχέσης και όχι μόνο τη βελτίωση της στύσης.


Η μακροχρόνια εμπειρία (από το 1982) από την ενδοσηραγγώδη χορήγηση αγγειοδραστικών ουσιών έδειξε ότι αποτελούν μια αξιόπιστη λύση στην αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας αφού συνοδεύονται από πολύ υψηλά ποσοστά ανταπόκρισης και προσφέρουν μια σχετικά ασφαλή και προβλέψιμη στύση. Ωστόσο, λόγω της δυσκολίας χορήγησης δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές από πολλούς ασθενείς.
Σήμερα , 15 χρόνια μετά την ανακάλυψη της Σιλδεναφίλης και μερικά χρόνια από τη χρησιμοποίηση των άλλων δύο φαρμάκων εξετάζεται εντατικά κατά πόσο για κάθε ασθενή υπάρχει και το πιο κατάλληλο φάρμακο.